φάους

φάους
φάος
light
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φάους — Φάων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ωρομάσδης — Περσική θεότητα, που εκπροσωπούσε το αγαθό πνεύμα και ενσάρκωνε την αγνότητα, την ωραιότητα, τη σοφία και τη δύναμη. Ο Ω. είναι η πηγή του φωτός και ο κριτής του κόσμου. Περιβάλλεται από αρχαγγέλους του πνεύματος, των στοιχείων της φωτιάς, των… …   Dictionary of Greek

  • bhā-1, bhō-, bhǝ- —     bhā 1, bhō , bhǝ     English meaning: to shine     Deutsche Übersetzung: “glänzen, leuchten, scheinen”     Material: O.Ind. bhü (in compound) “ shine, light, lustre “, bhü ti “ shines, (he) appears “, bhü ti ḥ “light”, bhü na m n. “ the… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”